Προάγει

Προάγει
Идет вперед
προάγει

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Προάγει" в других словарях:

  • προάγει — προάγω lead forward pres ind mp 2nd sg προάγει , προάγω lead forward pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • “ХАЛДЕЙСКИЕ ОРАКУЛЫ” —     “ХАЛДЕЙСКИЕ ОРАКУЛЫ” (Τα των Χαλδαίων λόγια) восстанавливаемое по цитатам из позднейших авторов собрание гексаметров, возникшее в кон. 2 в.; отражает среднеплатонические представления о божестве и структуре универсума с сильной гностической… …   Философская энциклопедия

  • ХАЛДЕЙСКИЕ ОРАКУЛЫ —     «ХАЛДЕЙСКИЕ ОРАКУЛЫ» (7α των Χαλ8αίων λόγια), восстанавливаемое по цитатам из позднейших авторов собрание гексаметров (ок. 350 строк по современным изданиям, разделенные на 190 фрагментов), возникшее в кон. 2 в. н. э.; отражает… …   Античная философия

  • Matthew 28:7 — An artistic depiction of the women hearing from the angel at the grave Matthew 28:7 is the seventh verse of the twenty eighth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of the resurrection narrative. An angel has… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ανυσιεργός — ἀνυσιεργός, όν κ. ἀνυσίεργος (Α) αυτός που προάγει ένα έργο, ο φιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανύω («εκτελώ, φέρω σε πέρας, κατορθώνω») + εργος < έργον] …   Dictionary of Greek

  • αύξιμος — αὔξιμος, ον (Α) 1. αυτός που προάγει την αύξηση 2. αυτός που αυξάνεται, που δεν μένει στάσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύξη ή < αύξω] …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μάνγκο — Κοινή ονομασία του φυτού Mangifera indica της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για αειθαλές δέντρο, μετρίων έως μεγάλων διαστάσεων, με πυκνή κόμη. Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα, δερματώδη, λογχοειδή, λίγο καμπυλωτά και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»